- σκευογραφικός
- σκευο-γρᾰφικός, ή, όν,A descriptive of tools or utensils: τὸ ς. title of a work by Eratosthenes, Poll.10.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκευογραφικός — η, όν, Α [σκευογραφία] 1. αυτός που περιγράφει σκεύη ή εργαλεία 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Σκευογραφικόν τίτλος έργου τού Ερατοσθένους στο οποίο γίνεται περιγραφή παλαιών σκευών και οργάνων … Dictionary of Greek
σκευογραφικῷ — σκευογραφικός descriptive of tools masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)